Τεχνητή Νοημοσύνη και Data Canters: Πώς η «Βραδύτητα» της Ευρώπης Εξελίσσεται σε Στρατηγικό Όπλο

calendar icon

04 Δεκεμβρίου 2025

⠀ -⠀ Καινοτομία/Start Ups
⠀ -⠀ Πληροφορική - Επαγγελματίες IT
⠀ -⠀ Πληροφορική - Χρήστες
Τεχνητή Νοημοσύνη και Data Canters: Πώς η «Βραδύτητα» της Ευρώπης Εξελίσσεται σε Στρατηγικό Όπλο


Η συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη κυριαρχείται από τις ΗΠΑ και την Κίνα, όμως στο παρασκήνιο διαμορφώνεται μια διαφορετική, καθόλου αμελητέα ιστορία: η Ευρώπη μπορεί να μετατρέψει τον πιο αδύναμο κρίκο της –τον βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης και τους αυστηρούς κανονισμούς– σε πλεονέκτημα, χτίζοντας υποδομές πιο ανθεκτικές, βιώσιμες και προσαρμόσιμες στο μέλλον.

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια γιγαντιαία επένδυση: μέσα στα επόμενα χρόνια ο πλανήτης προσπαθεί ουσιαστικά να διπλασιάσει ή και να τριπλασιάσει την υπολογιστική ισχύ και τη χωρητικότητα data centers που χτίστηκαν σε τέσσερις δεκαετίες. Εκτιμήσεις διεθνών συμβουλευτικών οίκων ανεβάζουν το κόστος στα έως και 7 τρισ. δολάρια μέχρι το 2030. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της έκρηξης υποδομών αναμένεται να γίνει στις ΗΠΑ, όμως η Ευρώπη δεν μένει εκτός: σχεδιάζει σχεδόν διπλασιασμό της σημερινής χωρητικότητάς της, έστω και με πιο αργά βήματα.


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ


Το βασικό ανάχωμα στην ευρωπαϊκή κούρσα δεν είναι η τεχνολογία, αλλά η ενέργεια. Η πρόσβαση σε φθηνό και άφθονο ρεύμα καθορίζει πλέον το πού θα κατευθυνθούν οι επενδύσεις. Σκανδιναβικές χώρες και η Ισπανία αναδεικνύονται σε «μαγνήτες» για νέα κέντρα δεδομένων, χάρη στην υδροηλεκτρική παραγωγή και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αντίθετα, οικονομίες όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίζουν σημαντικούς περιορισμούς, είτε λόγω κόστους, είτε λόγω κορεσμού του δικτύου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ιταλία, που σύμφωνα με ανεξάρτητες ενεργειακές αναλύσεις έχει χρόνο σύνδεσης νέων έργων στο δίκτυο έως τρία χρόνια, έναντι τεσσάρων ετών κατά μέσο όρο στην Ευρώπη. Στον αντίποδα, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία και Ολλανδία βρίσκονται αντιμέτωπες με τόσο μεγάλη πίεση στα δίκτυα, ώστε ουσιαστικά έχουν επιβληθεί «σιωπηλά μορατόριουμ» σε νέες ενεργοβόρες εγκαταστάσεις.

Η πίεση αυτή αναμένεται να ενταθεί δραματικά. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από data centers μπορεί να υπερδιπλασιαστεί σε περίπου 1.000 TWh ήδη μέχρι το 2026, από 460 TWh το 2022, με την Τεχνητή Νοημοσύνη να αποτελεί βασικό επιταχυντή. Στα λειτουργικά κόστη ενός κέντρου δεδομένων, η ενέργεια είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας – γεγονός που καθιστά την επιλογή τοποθεσίας στρατηγική απόφαση.

Ταυτόχρονα, οι ουρές σύνδεσης στο δίκτυο αποκαλύπτουν και ένα άλλο πρόβλημα: την κερδοσκοπία. Σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, το προηγούμενο μοντέλο «όποιος έρθει πρώτος, εξυπηρετείται πρώτος» επέτρεπε σε παίκτες να «κλειδώνουν» δυναμικότητα χωρίς να έχουν πραγματική πρόθεση υλοποίησης έργου, απλώς για να τη μεταπωλήσουν. Σταδιακά, εισάγονται νέα κριτήρια τύπου «όποιος είναι έτοιμος, συνδέεται πρώτος», ώστε να προχωρούν ώριμα έργα και να περιορίζεται η κερδοσκοπία.


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ESG


Μέσα σε αυτό το περίπλοκο περιβάλλον, η Ευρώπη δύσκολα θα ηγηθεί σε γιγαντιαία hyperscale κέντρα εκπαίδευσης βασικών AI μοντέλων – εκεί ο ανταγωνισμός από ΗΠΑ είναι ήδη συντριπτικός. Όμως ανοίγεται ένα άλλο παράθυρο ευκαιρίας: μικρότερα, εξειδικευμένα data centers, στενά συνδεδεμένα με υπηρεσίες cloud, δίκτυα οπτικών ινών και κυρίως με εφαρμογές συμπερασματολογίας (inference), δηλαδή την «εκτέλεση» των μοντέλων AI στην καθημερινή χρήση.

Η ζήτηση για inference υπολογίζεται ότι θα αντιστοιχεί στην πλειονότητα της συνολικής χρήσης Τεχνητής Νοημοσύνης τα επόμενα χρόνια. Αυτή η δραστηριότητα, για λόγους κανονιστικούς, ασφάλειας δεδομένων και ψηφιακής κυριαρχίας, είναι πολύ πιο πιθανό να παραμένει εντός ευρωπαϊκών συνόρων. Αυτό σημαίνει ότι η επόμενη γενιά ευρωπαϊκών data centers πρέπει να σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να υποστηρίξει ταυτόχρονα κλασικές cloud υπηρεσίες και AI υπολογισμούς υψηλής πυκνότητας, με διαφορετικά συστήματα ψύξης και διαχείρισης ισχύος.

Εδώ ακριβώς η «αργή» ανάπτυξη μετατρέπεται σε πλεονέκτημα: ο χρόνος που απαιτείται για εγκρίσεις, σχεδιασμό και συμμόρφωση επιτρέπει πιο ώριμες επενδυτικές επιλογές και καλύτερο σχεδιασμό υποδομών. Αντί για βιαστικά έργα που μπορεί να απαξιωθούν σε λίγα χρόνια, η Ευρώπη μπορεί να χτίσει υποδομές ευέλικτες, προσαρμόσιμες και επαναχρησιμοποιήσιμες.

Ταυτόχρονα, οι αυστηροί κανονισμοί –που συχνά παρουσιάζονται ως τροχοπέδη– δημιουργούν ένα διαφορετικό προφίλ κινδύνου: απαιτήσεις για αναφορές κατανάλωσης ενέργειας και νερού, αξιολόγηση κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων, τοπική αποδοχή. Σε χώρες όπως η Ισπανία εξετάζονται ακόμη πιο προωθημένα κριτήρια βιωσιμότητας. Όλα αυτά δυσκολεύουν μεν τις επενδύσεις, αλλά αυξάνουν τη μακροπρόθεσμη αξία των έργων που τελικά υλοποιούνται – γιατί είναι δύσκολο να αντιγραφούν και ενσωματώνονται καλύτερα στον κοινωνικό ιστό.


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ


Για να περιοριστεί ο κίνδυνος «κενών κουφαριών», οι περισσότεροι μεγάλοι παίκτες πλέον εξασφαλίζουν πολυετείς συμβάσεις με πελάτες πριν καν ξεκινήσει η κατασκευή. Τα καθαρά κερδοσκοπικά projects αποτελούν εξαίρεση και όχι κανόνα, ενώ η συζήτηση μετατοπίζεται από το «χτίζω όσο πιο γρήγορα μπορώ» στο «χτίζω κάτι που θα αντέξει τις επόμενες τεχνολογικές γενιές».

Τελικά, η Ευρώπη ίσως να μην κερδίσει τον αγώνα της ταχύτητας στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Μπορεί όμως να κερδίσει κάτι διαφορετικό: την κούρσα της ποιότητας, της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας στις υποδομές που θα στηρίξουν την ψηφιακή της κυριαρχία για τις επόμενες δεκαετίες. Και σε έναν κόσμο όπου η υπερπροσφορά και οι φούσκες καραδοκούν, η σπανιότητα και η προσεκτική ανάπτυξη μπορεί τελικά να αποδειχθούν το πιο δυνατό χαρτί της.



Share: